-
1 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод
-
2 верфь
-
3 верфь
το νεώριο, το ναυπηγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > верфь
-
4 судоверфь
το ναυπηγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судоверфь
-
5 судостроительный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судостроительный
-
6 верфь
верфьж τό ναυπηγεῖο[ν]. -
7 корабельный
корабельн||ыйприл καραβήσιος, τοῦ πλοίου:\корабельныйые снасти τά ξάρτια· \корабельныйая верфь τό ναυπηγείο· \корабельный лес ἡ ναυπηγική ξυλεία. -
8 судоремонтный
судоремонтн||ыйприл:\судоремонтныйая верфь τό ναυπηγείο ἐπισκευών πλοίων. -
9 судостроительный
судостроитель||ныйприл ναυπηγικός:\судостроительныйный завод, \судостроительныйная верфь τό ναυπηγεῖο[ν]. -
10 верфь
-и θ.ναυπηγείο, ταρσανάς, νεώριο. -
11 док
-а α.ναυπηγείο (για επιδιόρθωση)•плавучий док πλωτή δεξαμενή.
-
12 корабельный
επ• καραβίσιος• του καραβιού•-ая мачта κατάρτι καραβιού•
корабельный верфь ναυπηγείο•
-ые снасти τα ξάρτια.
εκφρ.корабельный лес (бор, роща) – δάσος ψηλών δέντρων (κατάλληλων για κατάρτια)• ναυπηγήσιμη ξυλεία. -
13 судоверфь
-и θ.ναυπηγείο.
См. также в других словарях:
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — το εγκαταστάσεις όπου κατασκευάζονται (ναυπηγούνται) πλοία: Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάλμερ, Κάρολος Μάρκους — (Palmer, 1822 – 1907). Άγγλος ναυπηγός. Σπούδασε ναυπηγική στη Μασσαλία και εργάστηκε στο Νιούκαστλ ον Τάιν της Μεγάλης Βρετανίας, όπου ο πατέρας του διατηρούσε ναυπηγείο. Όταν έγινε διευθυντής στο ναυπηγείο, κατασκεύασε το πρώτο σιδερένιο… … Dictionary of Greek
αρσανάς — και ταρσανάς, ο 1. ναυπηγείο 2. ναύσταθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι ο τ. προήλθε από το γαλλ. arsenal «ναύσταθμος». Σύμφωνα με άλλη άποψη ο τ. αρσανάς < ιταλ. darsena < (αραβ.) dar es sana «οίκος των κατασκευών»] … Dictionary of Greek
καρενάγιο — και καρνάγιο, το ναυτ. 1. ομαλός αιγιαλός όπου τα μικρά πλοία τροπίζονται, δηλ. γέρνουν προς τη μια πλευρά τους ώσπου η καρίνα τους, η τρόπιδα, να φθάσει ώς την επιφάνεια τής θάλασσας, προκειμένου να γίνει επιθεώρηση, καθαρισμός ή επισκευή τους,… … Dictionary of Greek
λεμβουργείο — το ναυπηγείο όπου κατασκευάζονται λέμβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβουργός. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1878 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek
μόσσυν — μόσσυν, υνος και μοσσύν, ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ) ξύλινος πύργος ή σπίτι αρχ. 1. δρύφακτο, περίφραγμα 2. πιθ. ναυπηγείο 3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως τού νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν οικοι, ονομ. λαού που… … Dictionary of Greek
ναυπήγιον — ναυπήγιον, τὸ (Α) βλ. ναυπηγείο … Dictionary of Greek
προτυποποιείο — το, Ν [προτυποποιός] ναυτ. εργαστήριο σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου κατασκευάζονται πρότυπα ολόκληρων πλοίων ή μερών τους μόνο … Dictionary of Greek
ταρσανάς — και τερσανάς και αρσανάς, ο, Ν (παλαιός όρος) 1. ναυπηγείο ξύλινων πλοίων 2. ναύσταθμος 3. αποβάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tersane με προληπτ. αφομοίωση] … Dictionary of Greek
Κερτς — (Kerch). Πόλη (157.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Κριμαίας (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ.). Στην ακτή του κόλπου του Κ. λειτουργεί πορθμείο που ενώνει την Κριμαία με τον Καύκασο διαμέσου του ομώνυμου πορθμού, με… … Dictionary of Greek